- αφρόψαρα
- τα неглубоководная рыба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφρόψαρα — τα μικρά ψάρια που ζουν σε μικρό, από την επιφάνεια της θάλασσας, βάθος: Οι γόπες είναι αφρόψαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφρόψαρα — Ψάρια που ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας και εμφανίζονται πολλές φορές να αναπηδούν έξω από αυτήν, όταν διώκονται από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Αλιεύονται από τους ψαράδες πολύ εύκολα, με συρτή ή παραγάδι, επειδή η παρουσία τους… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βυθός — ο 1. ο πυθμένας, ο πάτος της θάλασσας, λίμνης, ποταμού: Ο βυθός της λίμνης ήταν γεμάτος υδρόβια φυτά. 2. τα βαθύτερα στρώματα του νερού της θάλασσας: Ψάρια του βυθού (αντίθ. αφρόψαρα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)